Πέμπτη 3 Απριλίου 2014

Η τρίτη γραφή του "Θαμμένου λιμανιού"

Όταν ο Ουνγκαρέτι έγραφε «εκεί φτάνει ο ποιητής / και στο φως ξαναγυρίζει ευθύς / με τα δικά του τα άσματα / και τα σκορπίζει. / Από τούτη την ποίηση / μου απομένει κατάλοιπο/ εκείνο το τίποτα / από μυστικό που παραμένει ανεξάντλητο»[1]  επέμενε στο σημείο της κατάδυσης του ποιητή (είναι το εκεί (vi), το λιμάνι με το θησαυρό της Ποίησης που ενταφιάστηκε στο σκοτεινό βυθό[2] της Κτίσης) και στο χρόνο της ανάδυσης (είναι το ευθύς (poi) της επιστροφής στο φως της Πλάσης): οι δύο προσδιορισμοί προτάσσονται και βέβαια υπογραμμίζονται. Επέμενε όμως και στον εναγώνιο και κοπιώδη χαρακτήρα αυτής της κίνησης: “και, και (e, e)”.

            Ο ποιητής αγαπά (με την αρχαία ελληνική έννοια του «μου αρκεί», «είμαι ευχαριστημένος») ν’ αγγίζει τον πυθμένα όπου κείται η Ποίηση κι έπειτα να ανέρχεται στην επιφάνεια κομίζοντας στο φως τα κειμήλια. Σ’ αυτό τα διαμοιράζει ως άσματα πια δικά του. Του ανήκουν ωστόσο; Στο πρώτο πρόσωπο, ως το ποιητικό υποκείμενο, εμφανίζεται μόνο για να δηλώσει πως αυτό που μένει στον ίδιο είναι το μηδέν του απείρου, αυτού που «κρύπτεσθαι φιλεί», δεν εξουθενώνεται, αλλά εξουθενώνει.
            Όταν ο Ελύτης μετέφερε στα ελληνικά το «θαμμένο λιμάνι»[3] επέμεινε στο στιγμιαίο της κίνησης του δύτη και στο ασήμαντο του προσωπικού οφέλους: «Φτάνει μόλις εκεί / μια στιγμούλα ν’ αγγίξει / ο ποιητής. / Ύστερα μες στο φως ξαναγυρνάει / με τα τραγούδια του / που τα σκορπάει. / Από μια τέτοια ποίηση δεν / μου απομένει πάρεξ / ένα κάτι ελάχιστο / θησαυρού κρυφού ανεξάντλητου». Το «φτάνει εκεί κι έπειτα επιστρέφει» μετατρέπεται σε «αρκεί ενός λεπτού άγγιγμα» και το «τίποτα του ανεξάντλητου μυστικού» σε «ένα κάτι ελάχιστο που ανήκει σε θησαυρό κρυφό ανεξάντλητο». Λεπτουργός των ζωηρών εντυπώσεων ο ίδιος όταν γράφει, τις λεπτομέρειες κατεργάζεται και διαστέλλει όταν μεταγράφει.
            Όταν ένας άλλος αγαπημένος Έλληνας ποιητής αποσυναρμολογεί ψηφίδες Ποίησης για να τις ανασυναρμολογήσει στο δικό του «μωσαϊκό» γράφει: «Αρκεί ένα κάτι, / μια ασήμαντη στιγμή / ν’ αγγίξει τον ποιητή / κι αμέσως γόνιμο φως / γοητεύει με τα τραγούδια του./ Στο χέρι μου που σκορπίζει / ξαναγυρνάει λίγο μέταλλο / κρυφού θησαυρού / μ’ ερεθισμένα ρόδα και πόνο». Είναι τώρα η στιγμούλα που αγγίζει τον ποιητή και που αρκεί για τη δημιουργία, δηλαδή το στιγμιότυπο ή το ερέθισμα που φτάνει για να γονιμοποιήσει το φως κι εκείνο να γοητεύσει με άσματα που ανήκουν σ’ αυτό, που είναι του φωτός. Κι είναι τώρα η «χείρ δωρεάς» που μεταλαμβάνεται και το μόνο που η ίδια σαν αντίδωρο λαμβάνει είναι μικρή ποσότητα πρώτης ύλης από το θησαυρό των μυημένων, εκείνων που δε φέρουν μόνο τα Πιέρια ρόδα, αλλά και τον πόνο τους. Έτσι επιστρέφει στα ελληνικά το θέμα της βασάνου του ποιητή, που φαίνεται να διαφεύγει από τον Ελύτη. Γνωρίζει άραγε ο τρίτος γραφέας του «λιμανιού» την ιταλική πρώτη γραφή;  Πάντως μηχανουργός ετούτος, βάναυσος δημιουργός όταν ποιεί, στη βάσανο επιμένει όταν μεταποιεί.
            Ποιος είναι; Είναι ο σπουδαίος Λευτέρης Πούλιος[4]. Σ’ αυτόν αφιερώνεται η πρώτη μου ανάρτηση, φέτος που κλείνουν 70 χρόνια από τη γέννησή του.


[1] Il porto sepolto

Vi arriva il poeta
e poi torna alla luce
con i suoi canti
e li disperte.
Di questa poesia
mi resta
quel nulla
d’ inesaurabile segreto.
Δες βέβαια την εξαίρετη μετάφραση του Φοίβου Πιομπίνου στον τόμο του Ίκαρου, 2001
[2] Συναντά κανείς και στην ελληνική λογοτεχνία το αλληγορικό μοτίβο του βυθού. Γοητευτικότερες θα χαρακτήριζα τις περιπτώσεις των γυναικείων μονολόγων της Σονάτας του Σεληνόφωτος του Γ. Ρίτσου στην Τέταρτη Διάσταση (Κέδρος) και της Βοροφρύνης του Ν.Γ. Πεντζίκη (Άγρα, 1982)
[3] Στη Δεύτερη Γραφή, Ίκαρος, 1996 (τρίτη έκδοση)
[4] Στο Μωσαϊκό, Κέδρος 2001, σ. 33



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου